- αναρωτώ
- ρωτώ και ξαναρωτώ, ρωτώ με ενδιαφέρον για κάτι και απλώς ρωτώ2. (μέσ., -ιέμαι] ρωτώ τον εαυτό μου, απορώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναρωτώ — αναρώτησα, αναρωτήθηκα, αναρωτημένος 1. ρωτώ επανειλημμένα: Τον αναρωτούσε πού πήγε και τι έκανε τα χρόνια που έλειπε. 2. το μέσ., αναρωτιέμαι διερωτώμαι: Αναρωτιόταν γιατί ο παλιός του φίλος τον απόφευγε τελευταία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανετάζω — ἀνετάζω (Α) [ετάζω] αναρωτώ, εξετάζω, ανακρίνω … Dictionary of Greek